- τερεβρατουλώδη
- ή τερεμπρατουλώδη, τα, Νζωολ. η σημαντικότερη τάξη τού φύλου βραχιονόποδα, η οποία περιλαμβάνει 300 γένη που χρονολογούνται από το κατώτερο δεβόνιο και απαντούν στις πολικές θάλασσες ή σε μεγάλα βάθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. terebratulida < αγγλ. terebratula (βλ. τερεβράτουλα)].
Dictionary of Greek. 2013.